Τι είναι η Λεϊσμανίωση
Η Λεϊσμανίωση (Kala-Azar) είναι μία από τις συχνότερες ασθένειες από την οποία προσβάλλονται οι σκύλοι τόσο στην Ελλάδα όσο και στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες.
Αποτελεί σύνηθες αίτιο κατάληξης ενός σκύλου, λόγω της δραματικότητας των συμπτωμάτων που τη χαρακτηρίζουν και των μη αναστρέψιμων βλαβών που προκαλεί.
Ο λοιμογόνος παράγοντας είναι κυρίως το πρωτόζωο Leishmania infantum, το οποίο σχετίζεται και με κάποιες μορφές λεϊσμανίωσης του ανθρώπου.
Ο βιολογικός κύκλος του πρωτόζωου αυτού είναι έμμεσος, κάτι που σημαίνει ότι δεν μεταδίδεται με την απλή επαφή.
Για να νοσήσει ένας σκύλος θα πρέπει να ενοφθαλμιστεί σε αυτόν η μολύνουσα μορφή του παρασίτου.
Αυτό γίνεται από σκνίπες του γένους Phlebotomus.
Οι σκνίπες αυτές (για παράδειγμα τα είδη Ph. Sergenti και Ph. Tobbi) είναι ζωόφιλες, δηλαδή κατά κανόνα απομυζούν αίμα μόνο από το σκύλο και κάποια άλλα είδη ζώων.
Οι σκνίπες είναι νυχτόβια έντομα και μόνο οι θηλυκές απομυζούν αίμα.
Αυτό σημαίνει ότι κίνδυνος μόλυνσης υφίσταται μετά τη δύση του ηλίου, μέχρι την ανατολή. Παράλληλα, οι σκνίπες κυκλοφορούν τους θερμούς μήνες (Μάρτιο με Οκτώβριο).
Από τη μόλυνση του σκύλου από το πρωτόζωο μέχρι να εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα, μπορεί να περάσουν εβδομάδες έως και 7 χρόνια.
Σε όλο αυτό το διάστημα, ο σκύλος είναι φορέας και μεταδίδει τη νόσο. Τα συμπτώματα ποικίλουν και αφορούν είτε δερματικές εκδηλώσεις είτε σπλαχνικές. Παραδείγματα αποτελούν η αποφολιδοτική δερματίτιδα, τα έλκη, η αιμορραγική διάθεση και αναιμία, η διάρροια, η νεφρική ανεπάρκεια, η οποία είναι και η πρώτη αιτία θανάτου από λεϊσμανίωση στους σκύλους.
Η διάγνωση της νόσου, στηρίζεται κυρίως στην ανεύρεση ειδικών αντισωμάτων από τον ορό του αίματος του ζώου. Η εξέταση είναι αρκετά ευαίσθητη και ειδική, και χρησιμοποιείται στις διάφορες επιζωοτολογικές μελέτες.
Η θεραπεία της νόσου αποτελεί πρόκληση για τον κάθε κτηνίατρο. Επιτρέπεται μόνο σε δεσποζόμενα ζώα και κάτω από ειδικές συνθήκες.
Σήμερα, χρησιμοποιούνται νέα φάρμακα, με ελπιδοφόρα αποτελέσματα, αλλά ακόμα δεν έχει βρεθεί θεραπεία που να είναι 100% αποτελεσματική, τόσο στην κλινική όσο και στην παρασιτολογική ίαση του σκύλου.
Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα με τις νέες θεραπείες μας επιτρέπουν να βελτιώνουμε την εικόνα του ζώου και σε μεγάλα ποσοστά να επιτυγχάνουμε την πλήρη ίαση του. Δυστυχώς, ένα ποσοστό των σκύλων δεν θεραπεύεται, ενώ αρκετοί σκύλοι παραμένουν φορείς εφ?όρου ζωής.
Το μεγάλο πρόβλημα με τη λεϊσμανίαση έγκειται στο γεγονός ότι πρόκειται για ζωοανθρωπονόσο.
Συγκεκριμένα, η νόσος ενδημεί σε 88 χώρες θέτοντας σε κίνδυνο 350 εκατομμύρια ανθρώπους. Κάθε χρόνο εμφανίζονται παγκοσμίως 1.5 με 2 εκατομμύρια νέα περιστατικά.
Στον άνθρωπο η ασθένεια παρουσιάζεται με τέσσερις μορφές: σπλαγχνική λεϊσμανίαση, γνωστή και ως Κάλα-Αζάρ, η οποία είναι άκρως απειλητική για τη ζωή, λεϊσμανίαση βλεννογόνου, αυτο-ιάσιμη δερματική λεϊσμανίαση και μετα-Κάλα-Αζάρ δερματική λεϊσμανίαση.
Όσο για τη θεραπεία αυτής της ομάδας ασθενειών, το πιο διαδεδομένο φάρμακο είναι το πεντασθενές αντιμόνιο.
Το φάρμακο όμως αυτό ανακαλύφθηκε πριν από έναν αιώνα(!), έχει σοβαρές παρενέργειες, πρέπει να λαμβάνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ενώ συγχρόνως σε αρκετές ενδημικές περιοχές δεν είναι αποτελεσματικό εξαιτίας της αυξανόμενης ανθεκτικότητας στα παράσιτα.
Στην Ελλάδα, ο αριθμός των κρουσμάτων που καταγράφονται ετησίως κυμαίνεται από 20-60 και αφορά κυρίως ανασοκατασταλμένα άτομα. Από το 1998 έως το 2005 έχουν αναφερθεί στην Ελλάδα 291 κρούσματα σπλαγχνικής και 20 κρούσματα δερματικής λεϊσμανίασης.
Όσον αφορά τους σκύλους, η λεΙσμανίωση επιζωοτολογεί σε ποσοστό 0.7-48.7% ανάλογα με την περιοχή. Συγκεκριμένα, το ποσοστό μόλυνσης στην Αθήνα αγγίζει το 8% ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στον Πειραιά βρίσκεται στο 7.5% (Πρωτοζωολογία, Σ.Θ. Χαραμπίδης, University Studio Press).
Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας αντιστοιχούν σε κάθε μολυσμένο άνθρωπο 940-5.550 μολυσμένοι σκύλοι. Ο αριθμός των κρουσμάτων του νοσήματος ποικίλλει στις διάφορες περιοχές της χώρας και συνήθως δεν υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των κρουσμάτων στον άνθρωπο και το σκύλο.
Άλλωστε, τα είδη σκνίπας που τρέφονται από το σκύλο είναι διαφορετικά από τα είδη που τσιμπούν τον άνθρωπο.
Στο Διαδημοτικό Κέντρο Περίθαλψης Αδέσποτων Ζώων (ΔΙ.ΚΕ.Π.Α.Ζ.) γίνονται καθημερινά έλεγχοι παρασίτωσης σκύλων από λεϊσμανίαση.
Κάθε ζώο το οποίο παρουσιάζει συμπτώματα συμβατά με τη νόσο, εξετάζεται εργαστηριακά για την ανίχνευση αντισωμάτων ειδικών της ασθένειας. Για το έτος 2007 και έως το μήνα Οκτώβριο, περισυλλέχθηκαν στο Κέντρο 788 έως 9/10/07 σκύλοι. Από αυτούς εξετάστηκαν για Λεϊσμανίαση 126 και βρέθηκαν θετικοί 46 (ποσοστό μόλυνσης 5,84 %). Τα ζώα αυτά προέρχονται από διάφορους δήμους της Αθήνας και του Πειραιά. Σημειώνεται ότι δεν γίνεται εξέταση σε όλους τους σκύλους παρά μόνο σε αυτούς με συμπτώματα.
Σε ενδεχόμενο έλεγχο όλων των σκύλων το ποσοστό θα ήταν ελαφρά μεγαλύτερο, καθότι υπάρχουν ζώα που έχουν λεϊσμανίαση αλλά δεν νοσούν (είναι δηλαδή φορείς). Αξιοσημείωτο πάντως είναι το γεγονός της ομοιότητας των δικών μας αποτελεσμάτων με διάφορες επιζωοτολογικές μελέτες.
Η πρόληψη κατά της λεΙσμανίωσης αποκτά ιδιαίτερη σημασία λόγω της δυσκολίας αντιμετώπισης της αλλά και της σοβαρότητας της ασθένειας.
Στηρίζεται κυρίως στην χρήση διάφορων εντομοαπωθητικών μέτρων κατά την εποχή της σκνίπας (Μάρτιος-Νοέμβριος) αλλά και στις προληπτικές εξετάσεις ανεύρεσης αντισωμάτων κατά του πρωτόζωου.
Οι εξετάσεις αυτές καλό είναι να γίνονται δύο φορές το χρόνο, καθώς όσο πιο νωρίς διαγιγνώσκετε η ασθένεια τόσο πιο αποτελεσματική είναι η θεραπεία αυτής.
Τέλος, έχουν προταθεί και άλλοι τρόποι πρόληψης, όπως η χορήγηση αλλοπουρινόλης για συγκεκριμένες μέρες του μήνα.
Στη σημερινή εποχή, η λεϊσμανίωση αντιμετωπίζεται από τους κτηνιάτρους με διαφορετικό τρόπο από ότι στο παρελθόν.
Η ύπαρξη νέων ελπιδοφόρων φαρμάκων δίνουν την δυνατότητα αποτελεσματικής θεραπείας και παράτασης της ζωής του ζώου. Σε πολλές περιπτώσεις ο σκύλος απαλλάσσεται από το πρωτόζωο οριστικά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να ξανακολλήσει λεϊσμανίωση. Γι' αυτό η πρόληψη της ασθένειας παραμένει το καταλυτικό όπλο στην καταπολέμηση της νόσου.
Η σωστή ενημέρωση από τους κτηνιάτρους και η εφαρμογή των μέτρων από τους ιδιοκτήτες μπορεί να γλιτώσει τους τετράποδους φίλους μας από την ταλαιπωρία της ασθένειας. Σε κάθε περίπτωση, στο άκουσμα της λεϊσμανίωσης δεν πρέπει πλέον να μας πιάνει πανικός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να χαλαρώσουμε τα μέτρα προστασίας του κατοικίδιου μας.
Αποτελεί σύνηθες αίτιο κατάληξης ενός σκύλου, λόγω της δραματικότητας των συμπτωμάτων που τη χαρακτηρίζουν και των μη αναστρέψιμων βλαβών που προκαλεί.
Ο λοιμογόνος παράγοντας είναι κυρίως το πρωτόζωο Leishmania infantum, το οποίο σχετίζεται και με κάποιες μορφές λεϊσμανίωσης του ανθρώπου.
Ο βιολογικός κύκλος του πρωτόζωου αυτού είναι έμμεσος, κάτι που σημαίνει ότι δεν μεταδίδεται με την απλή επαφή.
Για να νοσήσει ένας σκύλος θα πρέπει να ενοφθαλμιστεί σε αυτόν η μολύνουσα μορφή του παρασίτου.
Αυτό γίνεται από σκνίπες του γένους Phlebotomus.
Οι σκνίπες αυτές (για παράδειγμα τα είδη Ph. Sergenti και Ph. Tobbi) είναι ζωόφιλες, δηλαδή κατά κανόνα απομυζούν αίμα μόνο από το σκύλο και κάποια άλλα είδη ζώων.
Οι σκνίπες είναι νυχτόβια έντομα και μόνο οι θηλυκές απομυζούν αίμα.
Αυτό σημαίνει ότι κίνδυνος μόλυνσης υφίσταται μετά τη δύση του ηλίου, μέχρι την ανατολή. Παράλληλα, οι σκνίπες κυκλοφορούν τους θερμούς μήνες (Μάρτιο με Οκτώβριο).
Από τη μόλυνση του σκύλου από το πρωτόζωο μέχρι να εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα, μπορεί να περάσουν εβδομάδες έως και 7 χρόνια.
Σε όλο αυτό το διάστημα, ο σκύλος είναι φορέας και μεταδίδει τη νόσο. Τα συμπτώματα ποικίλουν και αφορούν είτε δερματικές εκδηλώσεις είτε σπλαχνικές. Παραδείγματα αποτελούν η αποφολιδοτική δερματίτιδα, τα έλκη, η αιμορραγική διάθεση και αναιμία, η διάρροια, η νεφρική ανεπάρκεια, η οποία είναι και η πρώτη αιτία θανάτου από λεϊσμανίωση στους σκύλους.
Η διάγνωση της νόσου, στηρίζεται κυρίως στην ανεύρεση ειδικών αντισωμάτων από τον ορό του αίματος του ζώου. Η εξέταση είναι αρκετά ευαίσθητη και ειδική, και χρησιμοποιείται στις διάφορες επιζωοτολογικές μελέτες.
Η θεραπεία της νόσου αποτελεί πρόκληση για τον κάθε κτηνίατρο. Επιτρέπεται μόνο σε δεσποζόμενα ζώα και κάτω από ειδικές συνθήκες.
Σήμερα, χρησιμοποιούνται νέα φάρμακα, με ελπιδοφόρα αποτελέσματα, αλλά ακόμα δεν έχει βρεθεί θεραπεία που να είναι 100% αποτελεσματική, τόσο στην κλινική όσο και στην παρασιτολογική ίαση του σκύλου.
Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα με τις νέες θεραπείες μας επιτρέπουν να βελτιώνουμε την εικόνα του ζώου και σε μεγάλα ποσοστά να επιτυγχάνουμε την πλήρη ίαση του. Δυστυχώς, ένα ποσοστό των σκύλων δεν θεραπεύεται, ενώ αρκετοί σκύλοι παραμένουν φορείς εφ?όρου ζωής.
Το μεγάλο πρόβλημα με τη λεϊσμανίαση έγκειται στο γεγονός ότι πρόκειται για ζωοανθρωπονόσο.
Συγκεκριμένα, η νόσος ενδημεί σε 88 χώρες θέτοντας σε κίνδυνο 350 εκατομμύρια ανθρώπους. Κάθε χρόνο εμφανίζονται παγκοσμίως 1.5 με 2 εκατομμύρια νέα περιστατικά.
Στον άνθρωπο η ασθένεια παρουσιάζεται με τέσσερις μορφές: σπλαγχνική λεϊσμανίαση, γνωστή και ως Κάλα-Αζάρ, η οποία είναι άκρως απειλητική για τη ζωή, λεϊσμανίαση βλεννογόνου, αυτο-ιάσιμη δερματική λεϊσμανίαση και μετα-Κάλα-Αζάρ δερματική λεϊσμανίαση.
Όσο για τη θεραπεία αυτής της ομάδας ασθενειών, το πιο διαδεδομένο φάρμακο είναι το πεντασθενές αντιμόνιο.
Το φάρμακο όμως αυτό ανακαλύφθηκε πριν από έναν αιώνα(!), έχει σοβαρές παρενέργειες, πρέπει να λαμβάνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ενώ συγχρόνως σε αρκετές ενδημικές περιοχές δεν είναι αποτελεσματικό εξαιτίας της αυξανόμενης ανθεκτικότητας στα παράσιτα.
Στην Ελλάδα, ο αριθμός των κρουσμάτων που καταγράφονται ετησίως κυμαίνεται από 20-60 και αφορά κυρίως ανασοκατασταλμένα άτομα. Από το 1998 έως το 2005 έχουν αναφερθεί στην Ελλάδα 291 κρούσματα σπλαγχνικής και 20 κρούσματα δερματικής λεϊσμανίασης.
Όσον αφορά τους σκύλους, η λεΙσμανίωση επιζωοτολογεί σε ποσοστό 0.7-48.7% ανάλογα με την περιοχή. Συγκεκριμένα, το ποσοστό μόλυνσης στην Αθήνα αγγίζει το 8% ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στον Πειραιά βρίσκεται στο 7.5% (Πρωτοζωολογία, Σ.Θ. Χαραμπίδης, University Studio Press).
Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας αντιστοιχούν σε κάθε μολυσμένο άνθρωπο 940-5.550 μολυσμένοι σκύλοι. Ο αριθμός των κρουσμάτων του νοσήματος ποικίλλει στις διάφορες περιοχές της χώρας και συνήθως δεν υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των κρουσμάτων στον άνθρωπο και το σκύλο.
Άλλωστε, τα είδη σκνίπας που τρέφονται από το σκύλο είναι διαφορετικά από τα είδη που τσιμπούν τον άνθρωπο.
Στο Διαδημοτικό Κέντρο Περίθαλψης Αδέσποτων Ζώων (ΔΙ.ΚΕ.Π.Α.Ζ.) γίνονται καθημερινά έλεγχοι παρασίτωσης σκύλων από λεϊσμανίαση.
Κάθε ζώο το οποίο παρουσιάζει συμπτώματα συμβατά με τη νόσο, εξετάζεται εργαστηριακά για την ανίχνευση αντισωμάτων ειδικών της ασθένειας. Για το έτος 2007 και έως το μήνα Οκτώβριο, περισυλλέχθηκαν στο Κέντρο 788 έως 9/10/07 σκύλοι. Από αυτούς εξετάστηκαν για Λεϊσμανίαση 126 και βρέθηκαν θετικοί 46 (ποσοστό μόλυνσης 5,84 %). Τα ζώα αυτά προέρχονται από διάφορους δήμους της Αθήνας και του Πειραιά. Σημειώνεται ότι δεν γίνεται εξέταση σε όλους τους σκύλους παρά μόνο σε αυτούς με συμπτώματα.
Σε ενδεχόμενο έλεγχο όλων των σκύλων το ποσοστό θα ήταν ελαφρά μεγαλύτερο, καθότι υπάρχουν ζώα που έχουν λεϊσμανίαση αλλά δεν νοσούν (είναι δηλαδή φορείς). Αξιοσημείωτο πάντως είναι το γεγονός της ομοιότητας των δικών μας αποτελεσμάτων με διάφορες επιζωοτολογικές μελέτες.
Η πρόληψη κατά της λεΙσμανίωσης αποκτά ιδιαίτερη σημασία λόγω της δυσκολίας αντιμετώπισης της αλλά και της σοβαρότητας της ασθένειας.
Στηρίζεται κυρίως στην χρήση διάφορων εντομοαπωθητικών μέτρων κατά την εποχή της σκνίπας (Μάρτιος-Νοέμβριος) αλλά και στις προληπτικές εξετάσεις ανεύρεσης αντισωμάτων κατά του πρωτόζωου.
Οι εξετάσεις αυτές καλό είναι να γίνονται δύο φορές το χρόνο, καθώς όσο πιο νωρίς διαγιγνώσκετε η ασθένεια τόσο πιο αποτελεσματική είναι η θεραπεία αυτής.
Τέλος, έχουν προταθεί και άλλοι τρόποι πρόληψης, όπως η χορήγηση αλλοπουρινόλης για συγκεκριμένες μέρες του μήνα.
Στη σημερινή εποχή, η λεϊσμανίωση αντιμετωπίζεται από τους κτηνιάτρους με διαφορετικό τρόπο από ότι στο παρελθόν.
Η ύπαρξη νέων ελπιδοφόρων φαρμάκων δίνουν την δυνατότητα αποτελεσματικής θεραπείας και παράτασης της ζωής του ζώου. Σε πολλές περιπτώσεις ο σκύλος απαλλάσσεται από το πρωτόζωο οριστικά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να ξανακολλήσει λεϊσμανίωση. Γι' αυτό η πρόληψη της ασθένειας παραμένει το καταλυτικό όπλο στην καταπολέμηση της νόσου.
Η σωστή ενημέρωση από τους κτηνιάτρους και η εφαρμογή των μέτρων από τους ιδιοκτήτες μπορεί να γλιτώσει τους τετράποδους φίλους μας από την ταλαιπωρία της ασθένειας. Σε κάθε περίπτωση, στο άκουσμα της λεϊσμανίωσης δεν πρέπει πλέον να μας πιάνει πανικός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να χαλαρώσουμε τα μέτρα προστασίας του κατοικίδιου μας.